- σχεδιάζοντας
- σχεδιάζωdopres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Βαλέστρας ή Βαλέστ — (Κορσική 1790; – Κρήτη 1822). Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός. Ο πατέρας του εμπορευόταν στην Κρήτη και το 1814 πήγε στο νησί να τον συναντήσει, όπου και έμαθε καλά την ελληνική γλώσσα. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης τον συνάντησε στην Τεργέστη, του… … Dictionary of Greek
Βαν ντε Βέλντε, Χένρι — (Henri Van de Velde, Αμβέρσα 1863 – Ζυρίχη 1957). Βέλγος αρχιτέκτονας και σχεδιαστής (designer), από τους κυριότερους εκπροσώπους του κινήματος του νέου ρυθμού (art nouveau) και μεγάλος πρωτοπόρος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Ασχολήθηκε αρχικά… … Dictionary of Greek
Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Δεινοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας (4ος αι. π.Χ.). Γεννήθηκε στη Μακεδονία ή στη Ρόδο. Με διαταγή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δ. οροθέτησε το σχέδιο της Αλεξάνδρειας, σχεδιάζοντας, σύμφωνα με την παράδοση, τη γραμμή των τειχών της με μία… … Dictionary of Greek
Λε Βο, Λουί — (Louis Le Vau, Παρίσι 1612 – 1670). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μανσάρ και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’. Το μέγαρο Μποτρ είναι το πρώτο έργο που του αποδίδεται και, αντίθετα από τον δάσκαλό… … Dictionary of Greek
Μαριδάκης — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον οικισμό Καινούργιο της Μεσαράς. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1866 69 πολέμησε ως οπλαρχηγός, στις επιχειρήσεις της ανατολικής Κρήτης και του Ρεθύμνου. 2. Εμμανουήλ… … Dictionary of Greek
Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… … Dictionary of Greek